- Χλιαρό
- Πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ.), στην πρώην επαρχία Κυδωνίας, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σκινέ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
χλιαρός — ή, ό / χλιαρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός, και ιων. τ. χλιερός, ή, όν, Α 1. (ιδίως για υγρό) λίγο θερμός, υπόθερμος (α. «το νερό τής θάλασσας είναι σήμερα χλιαρό» β. «καὶ πίειν ὕδωρ διπλάσιον χλιαρόν», Επίχ.) 2. μτφ. (για πρόσ.) αδιάφορος (α. «η… … Dictionary of Greek
χλιαρός — ή, ό επίρρ. ά 1. λίγο θερμός, ελαφρά θερμός: Το νερό είναι χλιαρό. 2. άτονος, μαλακός: Έχουν ένα χλιαρό διευθυντή και κάνουν ό,τι θέλουν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναχλιαίνω — (Α ἀναχλιαίνω) κάνω ή ξανακάνω κάτι χλιαρό, ζεσταίνω ή ξαναζεσταίνω ελαφρά … Dictionary of Greek
βρεχτοκούκια — τα ξερά κουκιά, μαλακωμένα σε χλιαρό νερό, που τρώγονται ωμά. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρεχτός + κουκιά] … Dictionary of Greek
διαχλιαίνω — (Α) (επιτατ. τού χλιαίνω) κάνω κάτι χλιαρό … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κατέργασμα — το (Α κατέργασμα) [κατεργάζομαι] νεοελλ. (φαρμ.) στον πληθ. τα κατεργάσματα φαρμακευτικά σκευάσματα τα οποία παρασκευάζονται σε χλιαρό νερό χωρίς βρασμό, αλλ. θερμοδιαβρέγματα αρχ. έργο, πόνημα … Dictionary of Greek
παραχλιαίνω — Α θερμαίνω κάτι ελαφρά, τό κάνω χλιαρό τοποθετώντας το κοντά στη φωτιά («ἔλαιον παραχλιαίνειν παρὰ τὸ πῡρ», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + χλιαίνω «θερμαίνω ελαφρά»] … Dictionary of Greek
πελάζω — ΝΑ παροιμ. φρ. «ὅμοιος ὁμοίῶ ἀεὶ πελάζει» ο άνθρωπος αρέσκεται εκ φύσεως να συναναστρέφεται με τους ομοίους του (η φράση από το πλατωνικό «ὅμοιον ὁμοίῳ ἀεὶ πελάζει», Συμπ. 195 Β) αρχ. 1. έρχομαι κοντά, προσεγγίζω, πλησιάζω («ἐντὸς γὰρ πολλοῡ… … Dictionary of Greek